Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paradènti  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,paraˈdɛnti]

προστατευτικό των δοντιών για αθλητές


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paracusia paradentosi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paracleto (επίθ.)
paraclito (αρσ. επίθ και ουσ)
paracolpi (ουσ αρσ )
paracqua (ουσ αρσ )
paracusia (θηλ.ουσ)
paradenti (ουσ αρσ )
paradentosi (θηλ.ουσ)
paradigma (ουσ αρσ )
paradigmatico (επίθ.)
paradisea (θηλ.ουσ)
paradisiaco (επίθ.)
paradiso (ουσ αρσ )
paradossale (επίθ.)
paradossalità (θηλ.ουσ)
paradossalmente (επίρ.)
paradosso (ουσ αρσ )
parafa (θηλ.ουσ)
parafango (ουσ αρσ )
parafare (ρ. μτβ.)
parafernale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---