Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparaclèto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [paraˈklɛto] 1 άγιο Πνεύμα 2 Παράκλητος paraclèto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [paraˈklɛto] παρηγορητικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |