Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paracénere  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,paraˈʧenere]

1 αλεξίπυρο
2 προκάλυμμα προστασίας από φωτιά (σε τζάκι)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paracarro paracentesi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paracadute (ουσ αρσ )
paracadutismo (ουσ αρσ )
paracadutista (ουσ αρσ και θηλ.)
paracalli (ουσ αρσ )
paracarro (ουσ αρσ )
paracenere (ουσ αρσ )
paracentesi (θηλ.ουσ)
paracinesia (θηλ.ουσ)
paracistite (θηλ.ουσ)
paracleto (ουσ αρσ )
paracleto (επίθ.)
paraclito (αρσ. επίθ και ουσ)
paracolpi (ουσ αρσ )
paracqua (ουσ αρσ )
paracusia (θηλ.ουσ)
paradenti (ουσ αρσ )
paradentosi (θηλ.ουσ)
paradigma (ουσ αρσ )
paradigmatico (επίθ.)
paradisea (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---