Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paracadutìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [parakaduˈtizmo]

αλεξιπτωτισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paracadute paracadutista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parabordo (ουσ αρσ )
parabrace (ουσ αρσ )
parabrezza (θηλ.ουσ)
paracadutare (ρ. μτβ.)
paracadute (ουσ αρσ )
paracadutismo (ουσ αρσ )
paracadutista (ουσ αρσ και θηλ.)
paracalli (ουσ αρσ )
paracarro (ουσ αρσ )
paracenere (ουσ αρσ )
paracentesi (θηλ.ουσ)
paracinesia (θηλ.ουσ)
paracistite (θηλ.ουσ)
paracleto (ουσ αρσ )
paracleto (επίθ.)
paraclito (αρσ. επίθ και ουσ)
paracolpi (ουσ αρσ )
paracqua (ουσ αρσ )
paracusia (θηλ.ουσ)
paradenti (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---