Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


parabolóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paraboˈlone]

1 αδολέσχης
2 αερολόγος
3 φλύαρος
4 αρλουμπατζής
5 αρλούμπας
6 αμετροεπής
7 αρλουμπολόγος
8 σαλιάρης
9 πολύλαλος
10 πολυκέλαδος
11 κουτσομπόλης
12 βερμπαλιστής
13 φαφλατάς
14 παρλαπίπας
15 λάλος
16 γλωσσάς
17 βαττολόγος
18 παπαρδέλας
19 λογάς
20 λιμαδόρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paraboloidico parabordo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parabile (επίθ.)
parabola (θηλ.ουσ)
parabolico (επίθ.)
paraboloide (ουσ αρσ )
paraboloidico (επίθ.)
parabolone (ουσ αρσ )
parabordo (ουσ αρσ )
parabrace (ουσ αρσ )
parabrezza (θηλ.ουσ)
paracadutare (ρ. μτβ.)
paracadute (ουσ αρσ )
paracadutismo (ουσ αρσ )
paracadutista (ουσ αρσ και θηλ.)
paracalli (ουσ αρσ )
paracarro (ουσ αρσ )
paracenere (ουσ αρσ )
paracentesi (θηλ.ουσ)
paracinesia (θηλ.ουσ)
paracistite (θηλ.ουσ)
paracleto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---