Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pappafìco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pappaˈfiko]

1 μούσι αυτοκρατορικό (είδος)
2 πανί πάνω από κόντρα-παπαφίγκο
3 παπαφίγκος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pappa pappagallescamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

papirologo (ουσ αρσ )
papismo (ουσ αρσ )
papista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
papistico (επίθ.)
pappa (θηλ.ουσ)
pappafico (ουσ αρσ )
pappagallescamente (επίρ.)
pappagallesco (επίθ.)
pappagallismo (ουσ αρσ )
pappagallo (ουσ αρσ )
pappagorgia (θηλ.ουσ)
pappardella (θηλ.ουσ)
pappare (ρ. μτβ.)
pappata (θηλ.ουσ)
pappataci (ουσ αρσ )
pappatore (ουσ αρσ )
pappatoria (θηλ.ουσ)
pappina (θηλ.ουσ)
pappo (ουσ αρσ )
pappolata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---