ItalianoGreco


pappafìco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pappaˈfiko]

1 μούσι αυτοκρατορικό (είδος)
2 πανί πάνω από κόντρα-παπαφίγκο
3 παπαφίγκος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---