Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpapìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [paˈpizmo] 1 ρωμαιοκαθολικισμός 2 παπισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |