Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpapìro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [paˈpiro] 1 φυτό κύπειρος ο πάπυρος που η φλούδα του ήταν υλικό γραφής 2 πάπυρος Cyperus papyrus permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |