Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


papìro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paˈpiro]

1 φυτό κύπειρος ο πάπυρος που η φλούδα του ήταν υλικό γραφής
2 πάπυρος Cyperus papyrus


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  papiraceo papirologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

papilla (θηλ.ουσ)
papillare (επίθ.)
papilloma (ουσ αρσ )
papillon (ουσ αρσ )
papiraceo (επίθ.)
papiro (ουσ αρσ )
papirologia (θηλ.ουσ)
papirologico (επίθ.)
papirologo (ουσ αρσ )
papismo (ουσ αρσ )
papista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
papistico (επίθ.)
pappa (θηλ.ουσ)
pappafico (ουσ αρσ )
pappagallescamente (επίρ.)
pappagallesco (επίθ.)
pappagallismo (ουσ αρσ )
pappagallo (ουσ αρσ )
pappagorgia (θηλ.ουσ)
pappardella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---