Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pàpera  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpapera]

1 γκάφα
2 απροσεξία
3 αβλεψία
4 χηνάρι
5 νεαρή χήνα
6 χαζή γυναίκα (μεταφορικά)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  papavero paperino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

papaveracee (θηλ. ουσ πληθ.)
papaveraceo (επίθ.)
papaverico (επίθ.)
papaverina (θηλ.ουσ)
papavero (ουσ αρσ )
papera (θηλ.ουσ)
paperino (ουσ αρσ )
papero (ουσ αρσ )
papesco (επίθ.)
papessa (θηλ.ουσ)
papilionacee (θηλ. ουσ πληθ.)
papilionaceo (επίθ.)
papilionato (επίθ.)
papilla (θηλ.ουσ)
papillare (επίθ.)
papilloma (ουσ αρσ )
papillon (ουσ αρσ )
papiraceo (επίθ.)
papiro (ουσ αρσ )
papirologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---