Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpàpera
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈpapera] 1 γκάφα 2 απροσεξία 3 αβλεψία 4 χηνάρι 5 νεαρή χήνα 6 χαζή γυναίκα (μεταφορικά) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |