Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpapàsso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [paˈpasso] 1 αρχηγός σπείρας κακοποιών (σκωπτικά) 2 παπάς 3 πάπας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |