Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pantofolàio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [pantofoˈlajo]

1 καλόβολος άνθρωπος
2 παντοφλάς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pantofola pantofoleria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

panteista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
panteistico (επίθ.)
pantera (θηλ.ουσ)
pantheon (ουσ αρσ )
pantofola (θηλ.ουσ)
pantofolaio (αρσ. επίθ και ουσ)
pantofoleria (θηλ.ουσ)
pantografico (επίθ.)
pantografista (ουσ αρσ και θηλ.)
pantografo (ουσ αρσ )
pantomima (θηλ.ουσ)
pantomimico (επίθ.)
pantomimo (ουσ αρσ )
pantotenico (επίθ.)
panzana (θηλ.ουσ)
panzanella (θηλ.ουσ)
panzer (ουσ αρσ )
paolo (ουσ αρσ )
paolotto (αρσ. επίθ και ουσ)
paonazzo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---