Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pantagruèlico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pantagruˈɛliko]

1 τεράστιος
2 γιγάντιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  panslavo pantalonaia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pansessualismo (ουσ αρσ )
panslavismo (ουσ αρσ )
panslavista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
panslavistico (επίθ.)
panslavo (επίθ.)
pantagruelico (επίθ.)
pantalonaia (θηλ.ουσ)
pantaloncini (ουσ αρσ πληθ.)
pantaloni (ουσ αρσ πληθ.)
pantano (αρσ. επίθ και ουσ)
pantanoso (επίθ.)
panteismo (ουσ αρσ )
panteista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
panteistico (επίθ.)
pantera (θηλ.ουσ)
pantheon (ουσ αρσ )
pantofola (θηλ.ουσ)
pantofolaio (αρσ. επίθ και ουσ)
pantofoleria (θηλ.ουσ)
pantografico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---