Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpanoràmica
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [panoˈramika] 1 πανοραμική λήψη 2 πανοραμική εικόνα 3 πανοραμική άποψη με την κάμερα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |