Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpannìcolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [panˈnikolo] 1 στρώμα 2 στιβάδα 3 υμένας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |