Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpànno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpanno] η τσόχα, το ρούχο, το ύφασμα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαi panni [αρσ. πλυθ.] sporchi = τα άπλυτα || mettiti nei miei panni = έλα στη θέση μου! Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |