ItalianoGreco


pannèllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [panˈnɛllo]

το πανό


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


pannello [αρσ.] solare = ο ηλιακός θερμοσίφωνας



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---