Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpànfilo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpanfilo] 1 γιοτ 2 σκάφος αναψυχής 3 θαλαμηγός 4 κότερο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |