Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpancòtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,panˈkɔtto] 1 χυλός 2 λαπάς 3 σούπα με ψωμιά 4 κουρκούτι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |