ItalianoGreco


pancióne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [panˈʧone]

1 σκεμπές
2 χοντρός άνθρωπος
3 προκοίλης
4 κοιλαράς
5 προγάστωρ


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---