Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


panciùto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [panˈʧuto]

1 παχύσαρκος
2 κοίλος (για πράγμα)
3 ο με μεγάλη κοιλιά
4 χοντρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  panciotto panclastite  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pancia (θηλ.ουσ)
panciata (θηλ.ουσ)
panciera (θηλ.ουσ)
pancione (ουσ αρσ )
panciotto (ουσ αρσ )
panciuto (επίθ.)
panclastite (θηλ.ουσ)
pancone (ουσ αρσ )
pancotto (ουσ αρσ )
pancraziaste (ουσ αρσ )
pancrazio (ουσ αρσ )
pancreas (ουσ αρσ )
pancreatico (επίθ.)
pancreatina (θηλ.ουσ)
pancreatite (θηλ.ουσ)
pancristiano (επίθ.)
pancromatico (επίθ.)
panda (ουσ αρσ )
pandemia (θηλ.ουσ)
pandemico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---