Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paludìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paluˈdizmo]

ελονοσία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  palude paludoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

paludamento (ουσ αρσ )
paludare (ρ. μτβ.)
paludarsi (ρ.μ. (αντων.))
paludato (επίθ.)
palude (θηλ.ουσ)
paludismo (ουσ αρσ )
paludoso (επίθ.)
palustre (επίθ.)
pam (επιφ.)
pamela (θηλ.ουσ)
pampa (θηλ.ουσ)
pampeano (αρσ. επίθ και ουσ)
pampineo (επίθ.)
pampino (ουσ αρσ )
pampinoso (επίθ.)
pampsichismo (ουσ αρσ )
panacea (θηλ.ουσ)
panafricanismo (ουσ αρσ )
panafricanista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
panafricano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---