Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paludàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [paluˈdare]

1 ντύνομαι ή ντύνω επιδεικτικά
2 τυλίγω σε μανδύα

paludarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [paluˈdarsi]

ντύνομαι επιδεικτικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paludamento paludato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

palpitazione (θηλ.ουσ)
palpito (ουσ αρσ )
palpo (ουσ αρσ )
paltoncino (ουσ αρσ )
paludamento (ουσ αρσ )
paludare (ρ. μτβ.)
paludarsi (ρ.μ. (αντων.))
paludato (επίθ.)
palude (θηλ.ουσ)
paludismo (ουσ αρσ )
paludoso (επίθ.)
palustre (επίθ.)
pam (επιφ.)
pamela (θηλ.ουσ)
pampa (θηλ.ουσ)
pampeano (αρσ. επίθ και ουσ)
pampineo (επίθ.)
pampino (ουσ αρσ )
pampinoso (επίθ.)
pampsichismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---