Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpàlpito
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpalpito] 1 σφύξη 2 ρυθμός συστολών καρδιάς 3 σφυγμός 4 παλμός 5 χτύπος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |