Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


palpitàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [palpiˈtare]

1 ταλαντώνομαι ρυθμικά
2 σφύζω
3 τρέμω
4 δονούμαι
5 σπαρταρώ
6 πάλλομαι
7 κτυπώ ρυθμικά
8 πάλλω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  palpitante palpitazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

palpata (θηλ.ουσ)
palpazione (θηλ.ουσ)
palpebra (θηλ.ουσ)
palpebrale (επίθ.)
palpitante (επίθ.)
palpitare (ρ.αμτβ.)
palpitazione (θηλ.ουσ)
palpito (ουσ αρσ )
palpo (ουσ αρσ )
paltoncino (ουσ αρσ )
paludamento (ουσ αρσ )
paludare (ρ. μτβ.)
paludarsi (ρ.μ. (αντων.))
paludato (επίθ.)
palude (θηλ.ουσ)
paludismo (ουσ αρσ )
paludoso (επίθ.)
palustre (επίθ.)
pam (επιφ.)
pamela (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---