Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pàlpo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpalpo]

αισθητήρια κεραία (αρθρόποδων)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  palpito paltoncino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

palpebrale (επίθ.)
palpitante (επίθ.)
palpitare (ρ.αμτβ.)
palpitazione (θηλ.ουσ)
palpito (ουσ αρσ )
palpo (ουσ αρσ )
paltoncino (ουσ αρσ )
paludamento (ουσ αρσ )
paludare (ρ. μτβ.)
paludarsi (ρ.μ. (αντων.))
paludato (επίθ.)
palude (θηλ.ουσ)
paludismo (ουσ αρσ )
paludoso (επίθ.)
palustre (επίθ.)
pam (επιφ.)
pamela (θηλ.ουσ)
pampa (θηλ.ουσ)
pampeano (αρσ. επίθ και ουσ)
pampineo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---