Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpalpaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [palpaˈmento] 1 ψαχούλεμα 2 επαφή 3 άγγιγμα 4 ψαύση 5 ψηλάφισμα 6 ψηλάφηση 7 πασπάτεμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |