Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


palpàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [palˈpabile]

1 οφθαλμοφανής
2 ολοφάνερος
3 καταφάνερος
4 πασιφανής
5 φανερός
6 προφανής
7 πρόδηλος
8 έκδηλος
9 κατανοητός
10 ψηλαφητός
11 εμφανής
12 κατάδηλος
13 ευνόητος
14 εξόφθαλμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  palombo palpabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

palo (ουσ αρσ )
palomba (θηλ.ουσ)
palombaccio (ουσ αρσ )
palombaro (ουσ αρσ )
palombo (ουσ αρσ )
palpabile (επίθ.)
palpabilità (θηλ.ουσ)
palpamento (ουσ αρσ )
palpare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
palpata (θηλ.ουσ)
palpazione (θηλ.ουσ)
palpebra (θηλ.ουσ)
palpebrale (επίθ.)
palpitante (επίθ.)
palpitare (ρ.αμτβ.)
palpitazione (θηλ.ουσ)
palpito (ουσ αρσ )
palpo (ουσ αρσ )
paltoncino (ουσ αρσ )
paludamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---