Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


palpabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [palpabiliˈta]

1 κάτι ολοφάνερο
2 κατανόηση εύκολη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  palpabile palpamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

palomba (θηλ.ουσ)
palombaccio (ουσ αρσ )
palombaro (ουσ αρσ )
palombo (ουσ αρσ )
palpabile (επίθ.)
palpabilità (θηλ.ουσ)
palpamento (ουσ αρσ )
palpare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
palpata (θηλ.ουσ)
palpazione (θηλ.ουσ)
palpebra (θηλ.ουσ)
palpebrale (επίθ.)
palpitante (επίθ.)
palpitare (ρ.αμτβ.)
palpitazione (θηλ.ουσ)
palpito (ουσ αρσ )
palpo (ουσ αρσ )
paltoncino (ουσ αρσ )
paludamento (ουσ αρσ )
paludare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---