Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpalmìpede
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [palˈmipede] 1 στεγανόποδο 2 παλαμόποδο palmìpede επίθετο Προσφορά I.P.A.: [palˈmipede] 1 στεγανόποδος 2 παλαμόποδος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |