Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pàlmola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpalmola]

1 διχάλα
2 έκκεντρος μηχανισμός
3 δικράνι
4 δίκρανο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  palmo palo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

palmipede (επίθ.)
palmisti (ουσ αρσ πληθ.)
palmitina (θηλ.ουσ)
palmizio (αρσ. επίθ και ουσ)
palmo (ουσ αρσ )
palmola (θηλ.ουσ)
palo (ουσ αρσ )
palomba (θηλ.ουσ)
palombaccio (ουσ αρσ )
palombaro (ουσ αρσ )
palombo (ουσ αρσ )
palpabile (επίθ.)
palpabilità (θηλ.ουσ)
palpamento (ουσ αρσ )
palpare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
palpata (θηλ.ουσ)
palpazione (θηλ.ουσ)
palpebra (θηλ.ουσ)
palpebrale (επίθ.)
palpitante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---