Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpàlmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈpalmo] η παλάμη permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαrestare con un palmo di naso = μένω στα κρύα του λουτρού, αισθάνομαι φοβερή απογοήτευση Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |