Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pàlmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpalmo]

η παλάμη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  palmizio palmola  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


restare con un palmo di naso = μένω στα κρύα του λουτρού, αισθάνομαι φοβερή απογοήτευση


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

palmipede (ουσ αρσ )
palmipede (επίθ.)
palmisti (ουσ αρσ πληθ.)
palmitina (θηλ.ουσ)
palmizio (αρσ. επίθ και ουσ)
palmo (ουσ αρσ )
palmola (θηλ.ουσ)
palo (ουσ αρσ )
palomba (θηλ.ουσ)
palombaccio (ουσ αρσ )
palombaro (ουσ αρσ )
palombo (ουσ αρσ )
palpabile (επίθ.)
palpabilità (θηλ.ουσ)
palpamento (ουσ αρσ )
palpare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
palpata (θηλ.ουσ)
palpazione (θηλ.ουσ)
palpebra (θηλ.ουσ)
palpebrale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---