Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpalmìfero
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [palˈmifero] 1 πλούσιος σε φοίνικες (τόπος) 2 φοινικοφόρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |