Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


palmènto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [palˈmɛnto]

1 μηχανισμός μυλόπετρας
2 μυλόπετρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  palmato palmeto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pallottoliere (ουσ αρσ )
pallovale (θηλ.ουσ)
palma (θηλ.ουσ)
palmare (αρσ. επίθ και ουσ)
palmato (επίθ.)
palmento (ουσ αρσ )
palmeto (ουσ αρσ )
palmetta (θηλ.ουσ)
palmetto (ουσ αρσ )
palmiere (ουσ αρσ )
palmifero (επίθ.)
palminervio (επίθ.)
palmipede (ουσ αρσ )
palmipede (επίθ.)
palmisti (ουσ αρσ πληθ.)
palmitina (θηλ.ουσ)
palmizio (αρσ. επίθ και ουσ)
palmo (ουσ αρσ )
palmola (θηλ.ουσ)
palo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---