ItalianoGreco


palmàre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [palˈmare]

1 ολοφάνερος
2 προφανής
3 καταφανής
4 παλαμιαίος
5 παλαμικός
6 πρωτότυπος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---