Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpalmàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [palˈmato] 1 μεμβρανώδης 2 παλαμόνευρος 3 παλαμοειδής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |