Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pàlma  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈpalma]

η φοινικιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pallovale palmare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pallonetto (ουσ αρσ )
pallore (ουσ αρσ )
pallottola (θηλ.ουσ)
pallottoliere (ουσ αρσ )
pallovale (θηλ.ουσ)
palma (θηλ.ουσ)
palmare (αρσ. επίθ και ουσ)
palmato (επίθ.)
palmento (ουσ αρσ )
palmeto (ουσ αρσ )
palmetta (θηλ.ουσ)
palmetto (ουσ αρσ )
palmiere (ουσ αρσ )
palmifero (επίθ.)
palminervio (επίθ.)
palmipede (ουσ αρσ )
palmipede (επίθ.)
palmisti (ουσ αρσ πληθ.)
palmitina (θηλ.ουσ)
palmizio (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---