Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pallonétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [palloˈnetto]

ψηλοκρεμαστή μπαλιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pallone pallore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pallio (ουσ αρσ )
pallonaio (ουσ αρσ )
pallonata (θηλ.ουσ)
palloncino (ουσ αρσ )
pallone (ουσ αρσ )
pallonetto (ουσ αρσ )
pallore (ουσ αρσ )
pallottola (θηλ.ουσ)
pallottoliere (ουσ αρσ )
pallovale (θηλ.ουσ)
palma (θηλ.ουσ)
palmare (αρσ. επίθ και ουσ)
palmato (επίθ.)
palmento (ουσ αρσ )
palmeto (ουσ αρσ )
palmetta (θηλ.ουσ)
palmetto (ουσ αρσ )
palmiere (ουσ αρσ )
palmifero (επίθ.)
palminervio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---