Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpallóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [palˈlone] 1 (palla) η μπάλα 2 (calcio) ποδόσφαιρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |