Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ottocentìstico (επίθ.) otturatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
ottocènto (ουσ αρσ ) otturazióne (θηλ.ουσ)
ottocènto (επίθ.) ottusaménte (επίρ.)
ottomàna (θηλ.ουσ) ottusàngolo (αρσ. επίθ και ουσ)
ottomàno (ουσ αρσ ) ottusità (θηλ.ουσ)
ottomàno (επίθ.) ottùso (επίθ.)
ottomillesimo (ουσ αρσ ) output (ουσ αρσ )
ottonàio (ουσ αρσ ) ouverture (θηλ.ουσ)
ottonàme (ουσ αρσ ) ouzo (ουσ αρσ )
ottonàre (ρ. μτβ.) ovàia (θηλ.ουσ)
ottonàrio (αρσ. επίθ και ουσ) ovàio (ουσ αρσ )
ottonatùra (θηλ.ουσ) ovaiòlo (ουσ αρσ )
ottóne (ουσ αρσ ) ovaiòlo (επίθ.)
ottòpode (ουσ αρσ ) ovàle (ουσ αρσ )
ottriàto (επίθ.) ovàle (επίθ.)
ottuagenàrio (αρσ. επίθ και ουσ) ovalizzàre (ρ. μτβ.)
ottùndere (ρ. μτβ.) ovalizzàto (επίθ.)
ottundersi (ρ.μ. (αντων.)) ovalizzazióne (θηλ.ουσ)
ottundiménto (ουσ αρσ ) ovàrico (επίθ.)
ottuplicàre (ρ. μτβ.) ovariectomìa (θηλ.ουσ)
òttuplo (ουσ αρσ ) ovàrio (ουσ αρσ )
òttuplo (επίθ.) ovarìte (θηλ.ουσ)
otturaménto (ουσ αρσ ) ovàto (επίθ.)
otturàre (ρ. μτβ.) ovàtta (θηλ.ουσ)
otturarsi (ρ.μ. (αντων.)) ovattàre (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: