Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ouzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈuzo]

ούζο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ouverture ovaia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ottusangolo (αρσ. επίθ και ουσ)
ottusità (θηλ.ουσ)
ottuso (επίθ.)
output (ουσ αρσ )
ouverture (θηλ.ουσ)
ouzo (ουσ αρσ )
ovaia (θηλ.ουσ)
ovaio (ουσ αρσ )
ovaiolo (ουσ αρσ )
ovaiolo (επίθ.)
ovale (ουσ αρσ )
ovale (επίθ.)
ovalizzare (ρ. μτβ.)
ovalizzato (επίθ.)
ovalizzazione (θηλ.ουσ)
ovarico (επίθ.)
ovariectomia (θηλ.ουσ)
ovario (ουσ αρσ )
ovarite (θηλ.ουσ)
ovato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---