Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόovaiòlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ovaˈjɔlo] άνθρωπος που πουλά αβγά ovaiòlo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ovaˈjɔlo] που κλωσά (για κότα) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |