Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ovattàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ovatˈtato]

1 μαλακωμένος
2 λαθραίος
3 φευγαλέος
4 φοδραρισμένος με βάτα
5 παραγεμισμένος
6 περιορισμένος ηχητικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ovattare ovazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ovario (ουσ αρσ )
ovarite (θηλ.ουσ)
ovato (επίθ.)
ovatta (θηλ.ουσ)
ovattare (ρ. μτβ.)
ovattato (επίθ.)
ovazione (θηλ.ουσ)
ove (σύνδ.)
ove (επίρ.)
ovest (ουσ αρσ )
ovest (επίθ.)
ovidotto (ουσ αρσ )
oviforme (επίθ.)
ovile (ουσ αρσ )
ovino (επίθ.)
oviparità (θηλ.ουσ)
oviparo (επίθ.)
ovocellula (θηλ.ουσ)
ovoidale (επίθ.)
ovoide (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---