Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


òvest  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔvest]

η Δύση

òvest  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔvest]

δυτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ove ovidotto  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a Ovest = δυτικά


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ovattare (ρ. μτβ.)
ovattato (επίθ.)
ovazione (θηλ.ουσ)
ove (σύνδ.)
ove (επίρ.)
ovest (ουσ αρσ )
ovest (επίθ.)
ovidotto (ουσ αρσ )
oviforme (επίθ.)
ovile (ουσ αρσ )
ovino (επίθ.)
oviparità (θηλ.ουσ)
oviparo (επίθ.)
ovocellula (θηλ.ουσ)
ovoidale (επίθ.)
ovoide (αρσ. επίθ και ουσ)
ovolaccio (ουσ αρσ )
ovolo (ουσ αρσ )
ovopositore (ουσ αρσ )
ovoviviparo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---