Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oviparità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ovipariˈta]

ωοτοκία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ovino oviparo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ovest (επίθ.)
ovidotto (ουσ αρσ )
oviforme (επίθ.)
ovile (ουσ αρσ )
ovino (επίθ.)
oviparità (θηλ.ουσ)
oviparo (επίθ.)
ovocellula (θηλ.ουσ)
ovoidale (επίθ.)
ovoide (αρσ. επίθ και ουσ)
ovolaccio (ουσ αρσ )
ovolo (ουσ αρσ )
ovopositore (ουσ αρσ )
ovoviviparo (επίθ.)
ovulare (επίθ.)
ovulazione (θηλ.ουσ)
ovulo (ουσ αρσ )
ovunque (επίρ.)
ovvero (σύνδ.)
ovvia (επιφ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---