Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόòvolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈɔvolo] 1 θηλυκός γαμέτης 2 στρογγυλό κοίλο αρχιτεκτονικό καλούπι 3 ωάριο 4 μανιτάρι Amanita caesarea 5 σπερματική βλάστη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |