Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


òvolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔvolo]

1 θηλυκός γαμέτης
2 στρογγυλό κοίλο αρχιτεκτονικό καλούπι
3 ωάριο
4 μανιτάρι Amanita caesarea
5 σπερματική βλάστη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ovolaccio ovopositore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oviparo (επίθ.)
ovocellula (θηλ.ουσ)
ovoidale (επίθ.)
ovoide (αρσ. επίθ και ουσ)
ovolaccio (ουσ αρσ )
ovolo (ουσ αρσ )
ovopositore (ουσ αρσ )
ovoviviparo (επίθ.)
ovulare (επίθ.)
ovulazione (θηλ.ουσ)
ovulo (ουσ αρσ )
ovunque (επίρ.)
ovvero (σύνδ.)
ovvia (επιφ.)
ovviamente (επίρ.)
ovviare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ovvietà (θηλ.ουσ)
ovvio (επίθ.)
oxitocina (θηλ.ουσ)
ozelot (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---