Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόovopositóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,ɔvopoziˈtore] 1 όργανο εναπόθεσης αβγών 2 ωοθέτης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |