Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


òvvio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔvvjo]

σαφής (-ής, -ές), προφανής (-ής, -ές)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ovvietà oxitocina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ovvero (σύνδ.)
ovvia (επιφ.)
ovviamente (επίρ.)
ovviare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ovvietà (θηλ.ουσ)
ovvio (επίθ.)
oxitocina (θηλ.ουσ)
ozelot (ουσ αρσ )
oziare (ρ.αμτβ.)
ozieggiare (ρ.αμτβ.)
ozio (ουσ αρσ )
oziosaggine (θηλ.ουσ)
oziosamente (επίρ.)
oziosità (θηλ.ουσ)
ozioso (ουσ αρσ )
ozioso (επίθ.)
ozonico (επίθ.)
ozonizzare (ρ. μτβ.)
ozonizzatore (ουσ αρσ )
ozonizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---