Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ozióso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [otˈtsjoso], [otˈtsjozo]

1 σπαρίλας
2 ρεμπεσκές
3 τεμπέλης
4 τζερεμές
5 τεμπελχανάς
6 ρέμπελος
7 ανεπρόκοπος
8 ακαμάτης
9 κηφήνας
10 ραχατλής
11 κοπρίτης

ozióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [otˈtsjoso], [otˈtsjozo]

1 νωχελής
2 φυγόπονος
3 οκνός
4 οκνηρός
5 τεμπέλικος
6 αργόσχολος
7 αργός
8 ράθυμος
9 αχαΐρευτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oziosità ozonico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ozieggiare (ρ.αμτβ.)
ozio (ουσ αρσ )
oziosaggine (θηλ.ουσ)
oziosamente (επίρ.)
oziosità (θηλ.ουσ)
ozioso (ουσ αρσ )
ozioso (επίθ.)
ozonico (επίθ.)
ozonizzare (ρ. μτβ.)
ozonizzatore (ουσ αρσ )
ozonizzazione (θηλ.ουσ)
ozono (ουσ αρσ )
ozonometria (θηλ.ουσ)
ozonometro (ουσ αρσ )
ozonosfera (θηλ.ουσ)
pacare (ρ. μτβ.)
pacatezza (θηλ.ουσ)
pacato (επίθ.)
pacca (θηλ.ουσ)
pacchetto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---