Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ozòno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [odˈdzɔno]

το όζον


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ozonizzazione ozonometria  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


buco [αρσ.] nell'ozono = η τρύπα του όζοντος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ozioso (επίθ.)
ozonico (επίθ.)
ozonizzare (ρ. μτβ.)
ozonizzatore (ουσ αρσ )
ozonizzazione (θηλ.ουσ)
ozono (ουσ αρσ )
ozonometria (θηλ.ουσ)
ozonometro (ουσ αρσ )
ozonosfera (θηλ.ουσ)
pacare (ρ. μτβ.)
pacatezza (θηλ.ουσ)
pacato (επίθ.)
pacca (θηλ.ουσ)
pacchetto (ουσ αρσ )
pacchia (θηλ.ουσ)
pacchianata (θηλ.ουσ)
pacchianeria (θηλ.ουσ)
pacchiano (αρσ. επίθ και ουσ)
pacciame (ουσ αρσ )
pacciume (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---