pacàto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [paˈkato]
1 ατάραχος
2 ακύμαντος
3 φιλήσυχος
4 ήσυχος
5 ψύχραιμος
6 αχείμαστος
7 φιλειρηνικός
8 ήρεμος
9 ήμερος (για άνθρωπο)
10 ειρηνικός
11 νηφάλιος
12 γαλήνιος
13 πράος
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [paˈkato]
1 ατάραχος
2 ακύμαντος
3 φιλήσυχος
4 ήσυχος
5 ψύχραιμος
6 αχείμαστος
7 φιλειρηνικός
8 ήρεμος
9 ήμερος (για άνθρωπο)
10 ειρηνικός
11 νηφάλιος
12 γαλήνιος
13 πράος
permalink
pacato (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android