Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pacàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [paˈkato]

1 ατάραχος
2 ακύμαντος
3 φιλήσυχος
4 ήσυχος
5 ψύχραιμος
6 αχείμαστος
7 φιλειρηνικός
8 ήρεμος
9 ήμερος (για άνθρωπο)
10 ειρηνικός
11 νηφάλιος
12 γαλήνιος
13 πράος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pacatezza pacca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ozonometria (θηλ.ουσ)
ozonometro (ουσ αρσ )
ozonosfera (θηλ.ουσ)
pacare (ρ. μτβ.)
pacatezza (θηλ.ουσ)
pacato (επίθ.)
pacca (θηλ.ουσ)
pacchetto (ουσ αρσ )
pacchia (θηλ.ουσ)
pacchianata (θηλ.ουσ)
pacchianeria (θηλ.ουσ)
pacchiano (αρσ. επίθ και ουσ)
pacciame (ουσ αρσ )
pacciume (ουσ αρσ )
pacco (ουσ αρσ )
paccottiglia (θηλ.ουσ)
pace (θηλ.ουσ)
pachiderma (ουσ αρσ )
pachidermia (θηλ.ουσ)
pachidermico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---